Η υιοθεσία κατά τον ελληνικό Αστικό ΚώδικαΩς υιοθεσία νοείται η νομική πράξη με την οποία το υιοθετούμενο ανήλικο τέκνο αποκόπτεται νομικά από τη βιολογική του οικογένεια και εντάσσεται νομικά στην οικογένεια των θετών του γονέων. Ο θεσμός της υιοθεσίας ρυθμίζεται στο ελληνικό δίκαιο από τα άρθρα 1542-1588 του Ελληνικού Αστικού Κώδικα. Η υιοθεσία μπορεί να έχει τρείς μορφές: α) ιδιωτική υιοθεσία, όταν οι υποψήφιοι θετοί γονείς έρχονται σε επαφή με το υιοθετούμενο παιδί (συνήθως μέσω κάποιου ιδιωτικού ιατρικού κέντρου), β) δημόσια υιοθεσία, όταν οι υποψήφιοι θετοί γονείς έρχονται σε επαφή με κάποιο κρατικό ίδρυμα και γ) διακρατική υιοθεσία, όταν οι υποψήφιοι θετοί γονείς εκδηλώνουν το ενδιαφέρον να υιοθετήσουν τέκνο από αλλοδαπή χώρα, ως αυτή ρυθμίζεται από τη Σύμβαση της Χάγης. Η υιοθεσία αποβλέπει στο συμφέρον του υιοθετούμενου ανηλίκου και για το λόγο αυτό ο νόμος θέτει μια σειρά προϋποθέσεων που πρέπει να συντρέχουν στο πρόσωπο τόσο των θετών γονέων όσο και του υιοθετούμενου για την πραγματοποίηση μιας νόμιμης υιοθεσίας. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα άρθρα 1543 και 1544 του Αστικού Κώδικα απαιτείται: α) αυτός που υιοθετεί να είναι ικανός για δικαιοπραξία, να έχει συμπληρώσει τα τριάντα (30) χρόνια του και να μην έχει υπερβεί τα εξήντα (60), β) η διαφορά του θετού γονέα από το ανήλικο τέκνο να είναι μεγαλύτερη από δέκα οκτώ (18) χρόνια, αλλά όχι περισσότερη από πενήντα (50) χρόνια, περιορισμός που δεν ισχύει μόνο στην περίπτωση που ένας σύζυγος επιθυμεί να υιοθετήσει τέκνο που υιοθετείται ή έχει ήδη υιοθετηθεί από το σύζυγό του, Σύμφωνα με το άρθρο 1549 του Αστικού Κώδικα η υιοθεσία τελείται με τελεσίδικη (διαπλαστική) δικαστική απόφαση, ύστερα από αίτηση του υποψήφιου θετού γονέα. Απαιτείται να υπάρχει αυτοπρόσωπη συναίνεση, ενώπιον του δικαστηρίου, τόσο των φυσικών γονέων ή του ενός μόνο αν ο άλλος έχει εκπέσει της γονικής μέριμνας ή του επιτρόπου (σε περίπτωση που ο ανήλικος δεν έχει γονείς) όσο και του υποψήφιου θετού γονέα. Ενώπιον του δικαστηρίου συναινεί και ο ανήλικος αν έχει συμπληρώσει το δωδέκατο έτος της ηλικίας του. Η συναίνεση των φυσικών γονέων δεν επιτρέπεται να δίδεται πριν από την συμπλήρωση τριών (3) μηνών από την γέννηση του τέκνου. Πριν από την τέλεση της υιοθεσίας, διεξάγεται από την κοινωνική υπηρεσία επισταμένη κοινωνική έρευνα, επί της οποίας συντάσσεται σχετική έκθεση, η οποία κατατίθεται εμπρόθεσμα στο δικαστήριο και η οποία εισηγείται για το αν η συγκεκριμένη υιοθεσία είναι ή όχι προς το συμφέρον του υιοθετούμενου. Η έκθεση αυτή συνεκτιμάται από το δικαστήριο σε συνδυασμό με την προσωπικότητα, την υγεία, την οικονομική και περιουσιακή κατάσταση των θετών γονέων και του υιοθετούμενου, με σκοπό να διαπιστωθεί εάν η υιοθεσία είναι προς το συμφέρον του ανηλίκου. Μετά την τελεσιδικία της δικαστικής απόφασης που δέχεται την αίτηση των υποψήφιων θετών γονέων πραγματοποιείται η εγγραφή της απόφασης στο αρμόδιο Ληξιαρχείο και ιδρύεται στο εξής η συγγένεια του υιοθετούμενου με τα μέλη της θετής οικογένειας ενώ από αυτό το σημείο διακόπτεται κάθε νομικός δεσμός του τέκνου με τους φυσικούς του γονείς, οι οποίοι δεν έχουν ούτε δικαίωμα επικοινωνίας με αυτό, ενώ οι θετοί γονείς αποκτούν αυτοδικαίως την γονική του μέριμνα. Το θετό τέκνο λαμβάνει το επώνυμο του θετού γονέα του, έχει όμως το δικαίωμα, μόλις ενηλικιωθεί, να προσθέσει και το πριν από την υιοθεσία επώνυμό του. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει για την περίπτωση όπου ο ανήλικος υιοθετούμενος είναι αλλοδαπός. Το άρθρο 23 παρ. 1 του ελληνικού Αστικού Κώδικα, ορίζει ότι οι προϋποθέσεις για τη σύσταση της υιοθεσίας, η οποία περιέχει στοιχεία αλλοδαπότητας κατά τα υποκείμενα αυτής, ρυθμίζονται από το δίκαιο της ιθαγένειας του κάθε μέρους. Επομένως, για να είναι έγκυρη η υιοθεσία, θα πρέπει να υπάρχει δυνατότητα να υιοθετηθεί ο υιοθετούμενος κατά το δίκαιο της ιθαγένειάς του, ενώ για τον υποψήφιο θετό γονέα η δυνατότητα υιοθεσίας θα κριθεί από το δίκαιο της δικής του ιθαγένειας. Βέβαια υπάρχει πάντα η πιθανότητα το δίκαιο της ιθαγένειας του θετού γονέα ή του υιοθετούμενου να μην αναγνωρίζει το θεσμό της υιοθεσίας ή να τον απαγορεύει ενώ είναι πιθανόν οι διατάξεις του αλλοδαπού δικαίου να προσκρούουν στα ημεδαπά χρηστά ήθη ή στη δημόσια τάξη, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η εφαρμογή τους. Μάλιστα, σε ενίσχυση του συγγενικού τους δεσμού, ο/η σύζυγος υπηκόου τρίτης χώρας, μπορεί ακολουθώντας την ανωτέρω νόμιμη διαδικασία, να προβεί στην υιοθεσία των βιολογικών τέκνων του/της συζύγου του. Το δικηγορικό γραφείο της κυρίας Κασάτκινα-Κούσκου Σβετλάνας, αναλαμβάνει με απόλυτη εχεμύθεια και εμπιστευτικότητα τις νομικές διαδικασίες που απαιτεί η νόμιμη σύσταση της υιοθεσίας στην Ελλάδα, έχοντας βαθιά γνώση του ημεδαπού και του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Με απόλυτη υπευθυνότητα και με σεβασμό στο ευαίσθητο θέμα της υιοθεσίας το δικηγορικό μας γραφείο καθίσταται αρωγός σας στη διαδικασία υιοθέτησης ημεδαπού ή αλλοδαπού τέκνου, πάντα με γνώμονα το συμφέρον του ανηλίκου υιοθετούμενου. Πίσω |