Η δικηγόρος Κασάτκινα-Κούσκου Σβετλάνα παρέχει υπηρεσίες σχετικά με την ακύρωση της απόφασης άρνησης εισόδου στην Ελλάδα και την αποκατάσταση της άδειας διαμονής, μέσω του δικαστηρίου.
Η είσοδος στην Ελλάδα προσώπου που αποδεικνύεται ότι έχει την ελληνική ιθαγένεια ή την ιθαγένεια κράτους- μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι δυνατό να απαγορευτεί ακόμα κι αν στερείται διαβατηρίου ή άλλου ταξιδιωτικού εγγράφου.
Αυτό όμως δεν ισχύει για τους υπηκόους τρίτων χωρών, οι οποίοι πρέπει να έχουν διαβατήριο ή άλλο ταξιδιωτικό έγγραφο, που αναγνωρίζεται από διεθνείς συμβάσεις με την προβλεπόμενη θεώρηση εισόδου, όπου αυτή απαιτείται από τις ισχύουσες διεθνείς συμβάσεις, το κοινοτικό δίκαιο και τις εθνικές ρυθμίσεις. Εξάλλου, οι υπήκοοι τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στην Ελλάδα και εξέρχονται προσωρινά από το ελληνικό έδαφος, έχουν το δικαίωμα επανεισόδου, εφόσον η άδεια διαμονής εξακολουθεί να ισχύει κατά το χρόνο της επανεισόδου του.
Ακόμα και στην περίπτωση που o υπήκοος τρίτης χώρας κατέχει τη χορηγηθείσα θεώρηση εισόδου από τις προξενικές αρχές, σύμφωνα με το νόμο 4251/2014, οι ελληνικές αρχές ελέγχου έχουν το δικαίωμα να του απαγορεύσουν δικαιολογημένα την είσοδο του στην Ελλάδα.
Αυτό μπορεί να συμβεί όταν:
• Ο υπήκοος τρίτης χώρα είναι καταχωρημένος στον κατάλογο των ανεπιθύμητων αλλοδαπών (υπάρχουν δύο κατάλογοι: ένας εθνικός: ΕΚΑΝΑ και ο ευρωπαϊκός Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν - SIS).
• Η είσοδος ενός ξένου είναι δυνατό να αποτελέσει κίνδυνο για τη δημόσια τάξη και την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια υγεία των πολιτών της χώρας.
• Το διαβατήριο ή το ταξιδιωτικό έγγραφο του αλλοδαπού δεν εγγυάται την επιστροφή του στη χώρα προέλευσης ή ιθαγένειας του.
• Υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ του σκοπού της θεώρησης εισόδου του υπηκόου τρίτης χώρας και της άδειας διαμονής του στη χώρα, ή δεν υπάρχουν τα απαραίτητα έγγραφα για να τεκμηριώσουν το σκοπό του ταξιδιού του, καθώς και τα αναγκαία για τη συντήρησή του οικονομικά μέσα.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι μολονότι οι υπήκοοι τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στην Ελλάδα και εξέρχονται προσωρινά από το ελληνικό έδαφος, έχουν το δικαίωμα για επανείσοδο, με την προϋπόθεση ότι η άδεια διαμονής τους ισχύει κατά τη στιγμή της επανεισόδου τους, σύμφωνα με το νόμο 4251/2014, οι αρχές ελέγχου εάν κατά την επανεισόδό τους στην Ελλάδα, διαπιστώσουν τη συνδρομή λόγων που δικαιολογούν την ανάκλησή της, οφείλουν να το γνωστοποιήσουν αμέσως στην αρμόδια Υπηρεσία αλλοδαπών και μετανάστευσης προκειμένου να ανακληθεί η διαμονή.
Δυστυχώς, στην πράξη, οι ως άνω αρχές σε κάθε σχετική περίπτωση αρνούνται την είσοδο στην επικράτεια- ακόμα και για ασήμαντες αφορμές- των εν θέματι υπηκόων τρίτων χωρών, πολλοί από τους οποίους διαμένουν εδώ και χρόνια μαζί με τις οικογένειές τους στη χώρα μας και στη συνέχεια ενημερώνουν τις αρμόδιες για την ανάκληση αρχές.
Σε κάθε περίπτωση απαγόρευσης εισόδου στην Ελλάδα, επιδίδεται στον υπήκοο τρίτης χώρας το προβλεπόμενο από διεθνείς συμβάσεις και κανονισμούς σχετικό έντυπο άρνησης εισόδου. Ωστόσο, ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης της Ελλάδας δύναται με απόφασή του, να επιτρέψει την είσοδο υπηκόου τρίτης χώρας παρά την ύπαρξη απαγορευτικού λόγου, εφόσον τούτο επιβάλλεται για σπουδαίους λόγους δημοσίου συμφέροντος ή ανωτέρας βίας, ή διευκόλυνσης κίνησης ελληνικού πλοίου, η οποία δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί με άλλο τρόπο. Επιπλέον, με απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών, Εξωτερικών, Εθνικής Άμυνας, Δικαιοσύνης, Μεταφορών και Επικοινωνιών, Δημόσιας Τάξης και Εμπορικής Ναυτιλίας είναι δυνατό να καθορίζεται απλούστερη διαδικασία ελέγχου των προσώπων που μετέχουν σε μια κρουαζιέρα ή επιβαίνουν πλοίων αναψυχής ή αεροσκαφών ειδικά ναυλωμένων, καθώς και οι προϋποθέσεις και η διαδικασία εισόδου και εξόδου των υπό ναυτολόγηση ή απόλυση ναυτικών.
Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας έχει το δικαίωμα να εφεσιβάλει την απόφαση που απορρίπτει την έκδοση ειδικής θεώρησης, έτσι ώστε να εισέλθει στην Ελλάδα, ή την ανανέωση της άδειαςή που απαγορεύει την είσοδό του στην Ελλάδα. Ο εναγόμενος μπορεί να υποβάλει αίτηση για την αναστολή και την ακύρωση της απόφασης ενώπιον του τμήματος του Διοικητικού Δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση σε πρώτο βαθμό και έπειτα να προσφύγει στο Συμβούλιο Επικρατείας.